ωφελιμισμός ή ωφελιμοκρατία

ωφελιμισμός ή ωφελιμοκρατία
Σύστημα ηθικής, που συνδέεται έμμεσα με τον ηδονισμό του Αριστίππου και τον αρχαίο ευδαιμονισμό και περιέχεται περιληπτικά στη θεωρία του Χομπς. Η ωφελιμιστική ηθική ή ω., είναι βασικά η ηθική των Άγγλων φιλοσόφων Μπένθαμ, Στ. Μιλ και X. Σπένσερ. Βασικά η έννοια του συμφέροντος ή της ωφελιμότητας δεν έχει σχέση ομοιότητας με την έννοια της ευτυχίας. Η ευτυχία ωστόσο είναι υποκειμενική ενώ το συμφέρον έχει κάτι το αντικειμενικό. Εκείνο που επιτρέπει στην ευτυχία και το συμφέρον να έχουν κάποια σχέση ομοιότητας, είναι το γεγονός ότι αυτό που είναι σύμφωνο με το συμφέρον μας, είναι πάντα για μας και πηγή ευτυχίας. Γι’ αυτό και οι ωφελιμιστικοί ηθικολόγοι χρησιμοποιούν σχεδόν πάντα, χωρίς διάκριση, τις λέξεις ευτυχία και συμφέρον. Ο Μπένθαμ (1748-1832) βάσισε την ηθική του θεωρία στην αριθμητική των ηδονών. Εκτιμώντας δηλαδή τις ηδονές, εξετάζει μόνο τους ποσοτικούς χαρακτήρες τους (ένταση, διάρκεια κλπ.), χωρίς να είναι δεδομένη μεταξύ τους καμιά διαφορά ποιότητας. Ο Στ. Μιλ, στο βιβλίο του Ωφελιμισμός (1861) ξεχωρίζει αντίθετα τις ηδονές σε υψηλού επιπέδου και σε χαμηλού επιπέδου και θεωρεί τη δίκαιη και φιλάνθρωπη συμπεριφορά ανάμεσα στους ανθρώπους ως πηγή των υψηλότερων τέρψεων. Έτσι ο ω. συμφωνεί με την ηθική της Καινής Διαθήκης, τουλάχιστον στα πρακτικά του αποτελέσματα. Σύμφωνα πάλι με το X. Σπένσερ, από αυτόν καθαυτό τον νόμο της εξέλιξης, πηγάζει μια προοδευτική αρμονία, η οποία τελικά θα εκπληρωθεί είτε με την ευτυχία του καθενός ξεχωριστά, είτε με την ευτυχία όλων μαζί. Όταν η αρμονία πραγματοποιηθεί στην εντέλεια, τότε οι άνθρωποι θα δείξουν οι μεν προς τους δε αμοιβαία αφοσίωση, όχι πλέον από καθήκον, αλλά από γνήσια επιθυμία και πίστη. Αν έχουμε, λοιπόν, μπροστά στα μάτια μας τη ζωηρή αναπαράσταση της ευτυχισμένης αυτής κατάστασης του μελλοντικού κόσμου, τότε θα κάνουμε από τώρα, με ενθουσιασμό, αυτό που πρέπει για να προετοιμάσουμε και να επιταχύνουμε την επικράτηση της επιθυμητής αρμονίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ωφελιμοκρατία — η, Ν ωφελιμισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωφέλιμος + κρατία (< κρατώ) άλλη απόδοση στην Ελληνική τού γαλλ. όρου utilitarisme] …   Dictionary of Greek

  • ωφελιμοκρατία — η βλ. ωφελιμισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”